πλειομορφικός

πλειομορφικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένους οργανισμούς που εμφανίζουν δύο ή περισσότερες μορφές κατά τη διάρκεια τού βιολογικού τους κύκλου, αλλ. πλειόμορφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”